- λιγυσφάραγος
- λῐγυσφᾰρᾰγος, -ον1 shrill-sounding λιγυσφαράγων φορμίγγων fr. 140a. 60 (34).
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
λιγυσφάραγος — λιγυσφάραγος, ον (Α) αυτός που ηχεί διαπεραστικά («λιγυσφαράγων... φορμίγγων», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + σφάραγος (< σφαραγοῦμαι «σφριγώ»), πρβλ. ερι σφάραγος] … Dictionary of Greek
λιγυσφαράγων — λιγυσφάραγος shrill sounding masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)